Ισλανδός

Ισλανδός
ο , Ισλανδή η исланд|ец, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Ισλανδός" в других словарях:

  • Ισλανδός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής Ισλανδίας …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδός — ο θηλ. ή ο κάτοικος της Ισλανδίας ή ο καταγόμενος από αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Σκάλδος — Όνομα (που προέρχεται ίσως από το αρχαίο ισλανδικό scel = αφήγηση ή, πιθανότερα, από το skalda = ραβδί, πάνω στο οποίο χαράζονταν με ρουνικά γράμματα κατάρες και εξορκισμοί εναντίον των εχθρών) το οποίο χαρακτήριζε τους ποιητές πολεμιστές (μη… …   Dictionary of Greek

  • Γκούναρσον, Γκούναρ — (Gunnar Gunnarsson, 1889 – 1974). Ισλανδός συγγραφέας. Θεωρείται, μαζί με τον Λάξνες, η σημαντικότερη προσωπικότητα της σύγχρονης λογοτεχνίας της Ισλανδίας. Αναχώρησε νεότατος από την πατρίδα του και, όπως πολλοί άλλοι διανοούμενοι συμπατριώτες… …   Dictionary of Greek

  • Γκούντμουντσον, Κρίστμαν — (Kristmann Gudmundsson, Τβέρφελ 1902 – Ρέικιαβικ 1983). Ισλανδός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στη Νορβηγία το 1924 και υιοθέτησε ως λογοτεχνική γλώσσα τη νέα νορβηγική. Έγραψε κυρίως μυθιστορήματα και νουβέλες, που πολλά έγιναν γνωστά και πέρα από… …   Dictionary of Greek

  • Έγκιλ Σκαλαγκρίμσον — (Egill Skallagrimson, 10ος αι.). Ισλανδός ποιητής. Η σάγα (μύθος), που φέρει το όνομά του, αφηγείται τα ένδοξα κατορθώματά του και περιέχει, εκτός από μερικά αποσπάσματα, τρία από τα ποιήματά του. Από τον μύθο προβάλλει η φυσιογνωμία ένδοξου… …   Dictionary of Greek

  • Λάξνες, Χάλντορ Κίλιαν — (Halldόr Kiljan Laxness, Ρέικιαβικ 1902 – 1998). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισλανδού συγγραφέα Χάλντορ Κίλιαν Γκούντγιονσον (Halldόr Kiljan Gudjόnsson). Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, ο Λ. εκδήλωσε από νεαρή ηλικία εξαιρετική ευαισθησία… …   Dictionary of Greek

  • Σνόρι, Στέρλεσον — (Snorri). Ισλανδός συγγραφέας και πολιτικός (Χβαμ 1178 Ρέβκιαχολτ 1241). Από οικογένεια ευγενών, μεγάλωσε στη Μποργκ, το μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο της Ισλανδίας, όπου ανάλαβε τα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα, στην ταραγμένη περίοδο, που… …   Dictionary of Greek

  • Χαλγκρίμσον, Γιόνας — (Hallgrimson, 1807 – 1844). Ισλανδός λυρικός ποιητής. Αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, στάλθηκε από τη δανική κυβέρνηση σε γεωλογική αποστολή στην Ισλανδία (1837 42), όπου εξετέλεσε ενδιαφέρουσες γεωλογικές παρατηρήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»